- ὑποβολέως
- ὑποβολέω̆ς , ὑποβολεύςsuggestermasc gen sgὑποβολεύςsuggestermasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… … Dictionary of Greek